- αἰνοτόκος
- αἰνοτόκοςunhappy in being a parentmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αινοτόκος — αἰνοτόκος, ον (Α) αυτός που απέκτησε παιδί για να τού φέρει δυστυχία, ο άτυχος γονιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + τόκος < τίκτω] … Dictionary of Greek
αινότοκος — αἰνότοκος, ον (Μ) αυτός που γεννήθηκε για κακό, για να φέρει συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. αἰνὸς + τόκος < τίκτω] … Dictionary of Greek
αἰνοτόκοιο — αἰνοτόκος unhappy in being a parent masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνοτόκου — αἰνοτόκος unhappy in being a parent masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνοτόκων — αἰνοτόκος unhappy in being a parent masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνοτόκῳ — αἰνοτόκος unhappy in being a parent masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)